- κλειτοριδισμός
- ο1. παθολογική στύση τής κλειτορίδας ανάλογη με τον πριαπισμό. τού άνδρα2. τριβαδισμός, λεσβιασμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clitorism < clitor- (πρβλ. κλειτορίς, -ίδ-ος) + -ism (πρβλ. -ισ-μός)].
Dictionary of Greek. 2013.